παραγραφικῶς

παραγραφικῶς
παραγραφικός
in the form of a
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραγραφικός — ή, όν, Α [παραγραφή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραγραφή ή αυτός που γίνεται σύμφωνα με τον τύπο τής παραγραφής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παραγραφικόν ένσταση τού εναγομένου κατά τής καταγγελίας, παραγραφή. επίρρ... παραγραφικῶς Α με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”